43 χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από το ματωμένο πρωινό της 20ης Ιουλίου 1974, που οι τούρκοι εισέβαλαν στην Κύπρο.
Παρά τη φλυαρία επί παντός επιστητού που κυριαρχεί στο δημόσιο λόγο, ελάχιστες είναι οι αναφορές στη μαύρη αυτή επέτειο. Ο κόσμος ξεχνά και οι νεότεροι, όλο και λιγότερο, θα γνωρίζουν την ιστορία μας.
Όσοι βέβαια –ελάχιστοι από τη γενιά μου– είχαν το θλιβερό προνόμιο να ζήσουν αυτόν τον πόλεμο δεν μπορούν να ξεχάσουν ποτέ, ότι έζησαν.
Γι’ αυτό, και κάθε χρόνο θα γράφω και θα ξαναγράφω παραλλαγές στο ίδιο κείμενο! Το κάνω για δύο λόγους: ο πρώτος είναι για να αποδώσω την τιμή, που όλοι οφείλουμε, σε όλους όσους έδωσαν τη ζωή τους, στον πρώτο και στο δεύτερο γύρο της τουρκικής εισβολής. Και ο δεύτερος, για να θυμίζω τα γεγονότα που σημάδεψαν τη σύγχρονη ιστορία της πατρίδας μας, αλλά και την οικογένειά μου.

Ο πόλεμος της Κύπρου δεν διήρκεσε πολύ, όμως η καταστροφή που επέφερε ήταν τεράστια. Η υπεροπλία και η δύναμη πυρός των εισβολέων ήταν ιδιαίτερα μεγάλη. Οι ελληνικές και οι ελληνοκυπριακές δυνάμεις, χωρίς αεροπλάνα και με ελάχιστα παλιά άρματα μάχης, έδωσαν τον υπέρτατο αγώνα. Η ιστορία της ελληνικής Κύπρου και της Ελλάδας κοσμήθηκε με σελίδες απαράμιλλου ηρωισμού. Συγχρόνως, όμως, σε πολιτικό κυρίως επίπεδο, αμαυρώθηκε από πράξεις προδοσίας και ντροπής.
Οι εξ Ελλάδος πολεμιστές, αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και στρατιώτες, που υπεράσπισαν την Κερύνεια, τον Πενταδάκτυλο, την Αμμόχωστο, το Κιόνελι, τη Μόρφου, το στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, τη Λευκωσία, την “πράσινη γραμμή” ποτέ δεν τιμήθηκαν από την ελληνική πολιτεία, όπως τους άξιζε. Ούτε όσοι έπεσαν μαχόμενοι, ούτε όσοι τραυματίστηκαν, ούτε όσοι επέζησαν. Στάθηκαν άξιοι της πατρίδας, αλλά η πατρίδα τους ξέχασε…
Τα σημάδια μένουν ανεξίτηλα στην καρδιά και στη μνήμη όσων βρέθηκαν εκεί: των μαχητών (όσων ζουν ακόμα), των 200.000 προσφύγων, των χιλιάδων τραυματιών, των αμάχων, των οικογενειών των ηρωικών νεκρών και των 1.619 αγνοουμένων.

Ποτέ στη ζωή μου δεν ξεχνώ αυτές τις ημέρες. Ποτέ δεν ξεχνώ την τρομερή αγωνία και το φόβο, που εναλλάσσονταν με την απάθεια και τον ενθουσιασμό. Ποτέ δεν ξεχνώ πώς προσπαθούσαμε να προφυλαχτούμε από σπίτι σε σπίτι, από χωριό σε χωριό, η μητέρα μου ο αδελφός μου κι εγώ, μαζί με άλλες οικογένειες. Ποτέ δεν ξεχνώ ότι σχεδόν είχαμε ξεγράψει τον πατέρα μου, που πολεμούσε, άγνωστον πού, ως διοικητής μονάδος της Εθνικής Φρουράς. Ποτέ δεν ξεχνώ, όσα είδα: τη φρίκη, την απελπισία, τις καταστροφές, τους τραυματίες, τις χήρες, τα ορφανά, το τρομαγμένο βλέμμα των ξεσπιτωμένων.
Ποτέ δεν ξεχνώ!
