Μπορούμε να δούμε πέρα από τη μύτη μας;

Η ανάδειξη της συμφωνίας των Πρεσπών και των εξελίξεων που προκαλεί το πρόσφατο δημοψήφισμα στη γείτονα σε κεντρικό θέμα της πολιτικής αντιπαράθεσης στην Ελλάδα, συχνά εμποδίζει στη χώρα μας τη μελέτη της ευρύτερης εικόνας· πτυχή της οποίας είναι το τι επιχειρείται να γίνει στην νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ.
Από όλες τις χώρες της Βαλκανικής χερσονήσου η Ελλάδα και η Τουρκία είναι μέλη του ΝΑΤΟ από το 1952. Η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Σλοβενία από το 2004. Η Αλβανία και η Κροατία από το 2009 και το Μαυροβούνιο από τον Ιούνιο του 2017.
Οι χώρες που δεν είναι μέλη του ΝΑΤΟ είναι η Σερβία, η Βοσνία-Ερζεγοβίνη (επιθυμεί διακαώς να ενταχθεί) και η πΓΔΜ (επίσης επιθυμεί διακαώς να ενταχθεί αλλά δεν την αφήνουμε εμείς). Επίσης, το Κόσοβο δεν είναι μέλος, λόγω της ιδιόρρυθμης εκκρεμότητας στην οποία βρίσκεται.
Όπως φαίνεται στο χάρτη υπάρχει μια «τρύπα», η οποία δημιουργεί ένα μεγάλο κενό στον αμυντικό σχεδιασμό της συμμαχίας.

Screen Shot 2018-10-02 at 15.47.38 copy
Ο χάρτης προέρχεται από τον ιστότοπο του ΝΑΤΟ

Continue reading “Μπορούμε να δούμε πέρα από τη μύτη μας;”

Από spokesperson… Πρόεδρος των ΗΠΑ

Πριν λίγες ημέρες έγινε το 4ο Συνέδριο για την Εταιρική Επικοινωνία. Η Πανδώρα Λυκούρη, η γενική μας διευθύντρια, συντόνισε τη συζήτηση και “ανέκρινε” τον Bill Conaty, Internal Communication expert, Senior Vice President for Human Resources (1993-2007) της General Electric, μιας εταιρείας τεράστιας με πάνω από 350.000 υπαλλήλους. 
Από τα παραλειπόμενα της συζήτησης, μας μετέφερε το παρακάτω περιστατικό: στη δεκαετία του 1950 η General Electric, στο πλαίσιο της εσωτερικής της επικοινωνίας, είχε προσλάβει ως spokesperson τον ηθοποιό Ronald Reagan για να προωθήσει τα μηνύματα της στους εργαζομένους. O Reagan, μεταξύ άλλων, δημιούργησε μια τηλεοπτική εκπομπή το “GE Theatre”. Το πιο σημαντικό ήταν ότι περιόδευε κάθε χρόνο σε πάνω από 130 εργοστάσια και εγκαταστάσεις της GΕ για να μεταδώσει στους εργαζομένους την πίστη της GE στη δύναμη της καινοτομίας και του επιχειρηματικού πνεύματος. Μια σοβαρή εκστρατεία εσωτερικής επικοινωνίας και καλλιέργειας εταιρικής κουλτούρας.
Ήταν τότε που ο Ronald Reagan ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα. Ο “Ρόνυ” υπήρξε ένας από τους δημοφιλέστερους προέδρους των ΗΠΑ, όσο κι αν στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’80 οι δημοσιογράφοι και τα μέσα ενημέρωσης της εποχής τον υποβάθμιζαν συστηματικά. Είχε ένα μοναδικό χάρισμα επικοινωνίας –το οποίο αξιοποίησε στο έπακρο κατά το διάστημα των δύο προεδρικών θητειών του­– και θεωρείται ακόμη υπόδειγμα ομιλητή. 
Με αφορμή τα παραπάνω θυμήθηκα μια συζήτηση που είχα πριν μερικά χρόνια στην Washington D.C. με την Peggy Noonan, γνωστή συγγραφέα και columnist, η οποία ήταν και η βασική λογογράφος του Reagan ως Προέδρου των ΗΠΑ. Μού έλεγε –και είχα εκπλαγεί– ότι ο Πρόεδρος Reagan, αν και προικισμένος ομιλητής, πάντοτε είχε τρακ πριν μιλήσει και πάντοτε προετοιμαζόταν συστηματικά.
Τα συμπεράσματα και οι συγκρίσεις με τους δικούς μας πολιτικούς εξάγονται αυτόματα.
Γιώργος Φλέσσας

Οι επιπτώσεις του ατυχήματος της BP και ο ανύπαρκτος δημόσιος διάλογος στην Ελλάδα

Διαβάστε το άρθρο του Γιώργου Φλέσσα στην Οικονομική Καθημερινή της Κυριακής: “…καλύτερο είναι να εξετάσουμε από τώρα με σοβαρότητα κι όχι με ευχολόγια τις εναλλακτικές μας λύσεις πριν επιβαρυνθούν οι Έλληνες με ένα πρόσθετο οικονομικό κόστος σε αυτές τις δύσκολες εποχές που διανύουμε. Τέτοια θέματα απασχολούν τους σοβαρούς policy makers κι όχι οι λαϊκισμοί και η παραπολιτική που έχουν εξοβελίσει την παραγωγή πολιτικής από το δημόσιο διάλογο στη χώρα μας”.

Οι επιπτώσεις του ατυχήματος της BP και ο ανύπαρκτος δημόσιος διάλογος στην Ελλάδα

Καθημερινή, Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

Ένας από τους λόγους που η Ελλάδα βρίσκεται στη σημερινή βαθιά προβληματική κατάσταση είναι ότι ελάχιστοι αναλύουν τα δεδομένα όσων συμβαίνουν σε διεθνές επίπεδο. O δημόσιος διάλογος σχετικά με τις επιπτώσεις που έχουν στη ζωή μας οι διεθνείς εξελίξεις, είτε εξαντλείται σε συναισθηματικούς αφορισμούς, είτε παραμένει στη διαπίστωση του προφανούς και δεν προχωρά στο “δια ταύτα”.
Το ίδιο δυστυχώς συμβαίνει με το μεγάλο περιβαλλοντικό ατύχημα της BP, του οποίου οι επιπτώσεις δεν περιορίζονται στον κόλπο του Μεξικού, αλλά επηρεάζουν το διεθνές ενεργειακό περιβάλλον.
Καθημερινά βλέπουμε και διαβάζουμε για την τεράστια προσπάθεια απορρύπανσης που γίνεται, ενώ οι εικόνες με τους βουτηγμένους στο πετρέλαιο πελεκάνους αναστατώνουν τον καθένα μας.
Ελάχιστοι όμως έχουν ασχοληθεί με τις οικονομικές επιπτώσεις αυτού του μεγάλου οικολογικού ατυχήματος, ιδίως στην εποχή της οικονομικής κρίσης που διανύουμε. Πώς θα επηρεάσουν τις αγορές και τους πολίτες παγκόσμια αλλά και τη χώρα μας, την Ελλάδα, που ως απολύτως ενεργειακά εξαρτώμενη από το πετρέλαιο είναι περισσότερο ευαίσθητη; Ας δούμε λοιπόν τα δεδομένα:
Οι περισσότεροι ξεχνούν ή αγνοούν ότι οι ΗΠΑ είναι ο τρίτος μεγαλύτερος παραγωγός πετρελαίου στον κόσμο μετά τη Ρωσία και τη Σαουδική Αραβία. Από τις διάφορες περιοχές άντλησης πετρελαίου στις ΗΠΑ (Τέξας, Αλάσκα κλπ) ο κόλπος του Μεξικού είναι η πιο πλούσια, από την οποία αντλούνται 1,6 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου την ημέρα (bpd) που αντιστοιχούν στο 25% της συνολικής παραγωγής των ΗΠΑ.

Στην περιοχή του κόλπου του Μεξικού λειτουργούν περίπου 4.000 πλατφόρμες άντλησης πετρελαίου (499 στο δυτικό τμήμα και 3.395 στο μέσο και ανατολικό), εκ των οποίων μόνο 15 αντλούν πετρέλαιο από βάθος άνω των 350 μέτρων όπως η πλατφόρμα DeepWater Horizon της BP που λειτουργούσε σε βάθος 1.500m.
Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι ο κόλπος του Μεξικού πλήττεται πολύ συχνά από έντονα καιρικά φαινόμενα και τυφώνες με αποτέλεσμα οι πλατφόρμες να σταματούν την άντληση και το προσωπικό τους να μεταφέρεται στην ξηρά για λόγους ασφαλείας. Οι τυφώνες Κατρίνα και Ρίτα είχαν βυθίσει ή προκαλέσει σοβαρές ζημιές σε πάνω από 200 πλατφόρμες. Από τα παραπάνω είναι προφανής η τεράστια αξία που έχει για την οικονομία των ΗΠΑ και για την αγορά ενέργειας ο κόλπος του Μεξικού.
Οι άμεσες συνέπειες του ατυχήματος της BP επιγραμματικά είναι: το εξάμηνο moratorium για μείωση της παραγωγής, η καθυστέρηση των προγραμμάτων άντλησης, η μείωση του παραγόμενου πετρελαίου, η άνοδος των ασφαλίστρων κινδύνου, η αυστηροποίηση των μέτρων ασφαλείας και η θέσπιση νέων κανονισμών με αποτέλεσμα την κατά 20% αύξηση του κόστους λειτουργίας και τα ακριβότερα κεφάλαια.
Σε αριθμούς υπολογίζεται ότι για τα επόμενα τρία-τέσσερα χρόνια το κόστος μόνο από το moratorium θα είναι 11 δισεκατομμύρια δολάρια εξαιτίας της λιγότερης άντλησης και 13 δισεκατομμύρια δολάρια από την απώλεια φόρων για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Όλα αυτά χωρίς να υπολογίζει κανείς το κόστος της απορρύπανσης, τις αποζημιώσεις, την επιβάρυνση της BP και τις απώλειες εισοδήματος που θα προκύψουν από τη μείωση του τουρισμού και της αλιείας.
Ακόμη αυστηρότεροι κανονισμοί ασφαλείας για την άντληση πετρελαίου (deepwater) αναμένεται να θεσπιστούν και νέες νομοθεσίες θα εφαρμοστούν σε όλες τις άλλες χώρες, ιδίως στη Βόρεια Θάλασσα γεγονός που σημαίνει επιπλέον σημαντική αύξηση του κόστους.
Πόσο έτοιμοι λοιπόν είναι οι καταναλωτές πρώτα-πρώτα στις ΗΠΑ αλλά και σταδιακά σε όλο τον κόσμο να πληρώσουν περισσότερα λεφτά για πετρέλαιο; Πόσο έτοιμοι είμαστε εμείς –εδώ στην Ελλάδα– να πληρώσουμε ένα πρόσθετο κόστος καθώς οι επιπτώσεις αργά ή γρήγορα θα φτάσουν κι εδώ;
Γιατί ωραία είναι όλα αυτά που λέγονται για πράσινη ενέργεια και πράσινη ανάπτυξη αλλά ο κυριότερος λόγος που όλοι χρησιμοποιούν ακόμη το πετρέλαιο ως πηγή ενέργειας είναι γιατί παραμένει με διαφορά η φθηνότερη πηγή ενέργειας.
Μπορεί ο Πρόεδρος Ομπάμα στο πρόσφατο μήνυμά του – και προεκλογικά– να μίλησε για την ενεργειακή αυτονόμηση της Αμερικής, αλλά αυτό για να γίνει πραγματικότητα  χρειάζεται δεκαετίες και όχι μήνες.
Είναι προφανές ότι αν αυτό ισχύει για τις τεχνολογικά προηγμένες ΗΠΑ, ισχύει με το παραπάνω για την Ελλάδα και τον πρωθυπουργό κ. Γιώργο Παπανδρέου.
Άρα καλύτερο είναι να εξετάσουμε από τώρα με σοβαρότητα κι όχι με ευχολόγια τις εναλλακτικές μας λύσεις πριν επιβαρυνθούν οι Έλληνες με ένα πρόσθετο οικονομικό κόστος σε αυτή τις δύσκολες εποχές που διανύουμε.
Τέτοια θέματα απασχολούν τους σοβαρούς policy makers κι όχι οι λαϊκισμοί και η παραπολιτική που έχουν εξοβελίσει την παραγωγή πολιτικής από το δημόσιο διάλογο στη χώρα μας.
Αναπόφευκτα, όσο δεν αλλάζουμε συνήθειες, η λύση θα μας επιβάλλεται από τους “κακούς ξένους” της Ε.Ε., του ΔΝΤ ή του “μεγάλου κεφαλαίου” και εμείς θα συνεχίζουμε να ζούμε υπό καθεστώς σύγχυσης, έκπληξης και αιφνιδιασμού.