“Όταν τελειώνουν τα πολεμοφόδια και οι φυσικές αντοχές, τότε πολεμάει η ψυχή μας”
Με αυτά τα λόγια ο Ταγματάρχης* Γεώργιος Κατσάνης, Διοικητής της 33ης Μοίρας Καταδρομών, εμψύχωνε τους άνδρες του, λίγο πριν πέσει ηρωικά μαχόμενος και περάσει την πύλη των αθανάτων. Συνοψίζουν δε ακριβώς το πνεύμα, που εμφορούσε και ενέπνεε τους Ελλαδίτες αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και οπλίτες, που πολέμησαν στη μάχη της Κύπρου.
Σήμερα, συμπληρώνονται 50 χρόνια από εκείνο το ματωμένο πρωινό της 20ης Ιουλίου 1974, που οι τούρκοι εισέβαλαν στην Κύπρο.
Παρά τις επισκέψεις των επισήμων, τις τελετές και τις αναφορές που γίνονται, ο κόσμος ξεχνά και οι νεότεροι θα γνωρίζουν –όλο και λιγότερο– αυτήν τη σελίδα της ιστορίας μας. Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες ξεθωριάζουν, τα λιγοστά κινηματογραφικά πλάνα μοιάζουν τόσο μακρινά και οι άνθρωποι, που έζησαν τα γεγονότα, μεγαλώνουν και πολλοί έχουν “φύγει”.
Όσοι βέβαια –ελάχιστοι από τη γενιά μου στην Ελλάδα– είχαν το θλιβερό προνόμιο να είναι παρόντες σε αυτόν τον πόλεμο, δεν θα ξεχάσουν ποτέ, ότι έζησαν.
Κάθε χρόνο δημοσιεύω το ίδιο κείμενο. Για δύο λόγους: ο πρώτος είναι για να αποδώσω την τιμή, που όλοι οφείλουμε, σε όλους όσους έδωσαν τη ζωή τους, στον 1ο και στο 2ο γύρο της τουρκικής εισβολής. Και ο δεύτερος, για να υπενθυμίζω τα γεγονότα, που σημάδεψαν τη σύγχρονη ιστορία της πατρίδας μας, αλλά και την οικογένειά μου.



Δεν είχαν περάσει ούτε δυό εβδομάδες από τα ξημερώματα της 6ης Απριλίου 1941, όταν ο Γερμανός πρέσβης Βίκτορ Έρμπαχ επέδωσε στον Πρωθυπουργό της Ελλάδας Αλέξανδρο Κορυζή τελεσίγραφο για την επικείμενη επίθεση για να ακούσει το δεύτερο ΟΧΙ. Λίγη ώρα μετά, στις 05:15 το πρωί, ξεκίνησε η επίθεση της ναζιστικής Γερμανίας κατά της Ελλάδας, 45 λεπτά πριν από την εκπνοή του τελεσιγράφου.